Αλληλοβοήθεια και συνεργασία στην Ευρυτανία...
Σε μια εποχή έντονου ατομισμού και κυριαρχίας καθαρά υλιστικών απόψεων, το να μιλάμε για αλληλοβοήθεια, κοινωνική συνεισφορά και συνεργασία μεταξύ των πολιτών μιας μικρής έστω κοινωνίας, θεωρείται τουλάχιστον ουτοπία. Αλλά μην ανησυχείτε, μόνο σαν "έθιμα" και πράξεις του παρελθόντος τα αναφέρουμε, και αμέσως μετά αφού τους δώσουμε το γραφικό χαρακτήρα που θέλουμε, τα αφήνουμε απόμακρα στο "ακίνδυνο χθες"...
Όργωμα του χωραφιούΌπως ήδη από την αρχαιότητα παρατηρήθηκε και επιβεβαιώνεται από την καθημερινή πείρα, έμφυτο είναι σε κάθε άνθρωπο το ένστικτο για την κοινωνική ζωή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η σύμπηξη και ο όλος κοινοτικός και κοινωνικός βίος των πρώτων κοινωνιών, από τον οποίο προήλθε η πρόοδος και ο πολιτισμός, αλλά και η δημιουργία θεσμών που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων που ζουν στη σημερινή κοινωνία. Παρά όμως την προαγωγή που συντελέσθηκε στην κοινωνικότητα και την εμπέδωση, αλλά και την καθιέρωση γραπτών και άγραφων νόμων που ρυθμίζουν τη διαβίωση των ανθρώπων, εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα ακόμη έθιμα παλιά, που λίγο αλλάζουν από τόπο σε τόπο, και με τα οποία ρυθμίζεται η συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, που ζουν κοινωνικό βίο κυρίως σε μικρές παραδοσιακές κοινότητες. Απ’ αυτά ορισμένα αφορούν συνεργασία, η οποία αποβλέπει μόνο στην αμοιβαία ωφέλεια των συνεργαζόμενων, ενώ άλλα πήραν κοινωνικότερο χαρακτήρα με έκδηλη φιλάνθρωπη και φιλάλληλη διάθεση. Τα διακρίνει δε όλα η δύναμη που απορρέει από το κύρος της παράδοσης και λογική που πηγάζει από τη λαϊκή σοφία.
Τέτοια έθιμα αλληλοβοήθειας και συνεργασίας που ίσχυαν στην Ευρυτανία, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια...
Ευρύτατα διαδεδομένο ήταν το έθιμο της «σεμπριάς». Δύο γεωργοί, οι οποίοι διέθεταν από ένα «καματερό» (βόδι συνήθως ή ημίονο) σεμπρεύουν, για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Ζευγαρώνουν δηλαδή τα ζώα τους και εκ περιτροπής «κάνουν χωράφι», χωρίς να δημιουργούνται μεταξύ των διαφορές ή παρεξηγήσεις. Αρχίζουν την όργωμα (άροση) από «τα χαμηλώματα»1, γιατί αν καθυστερήσει η καλλιέργειά τους «τα χωράφια ψιμίζουν και τα σπαρτά ανοχεύουν»2. Αν επίσης συμβεί τα χωράφια να είναι «βαρκά ή να βαρκοφέρνουν» 3, αποφεύγεται το όργωμα ή η σπορά τους σε περίοδο βροχών, ιδίως όταν πρόκειται για την καλλιέργεια καλαμποκιού, γιατί το χώμα «τιλώνεται»4, με αποτέλεσμα να είναι το φύτρωμα ελαττωματικό και ατελής η ανάπτυξη των σπαρτών. Αν επίσης ο ένας από τους σέμπρους έχει πρόβατα και θέλει να «κοπρίσει»5 το χωράφι του μαντρίζοντας αυτά πάνω στο όργωμα κατά την άνοιξη μέσα σε πρόχειρους ξύλινους φράχτες ή απλό φράχτη από θάμνους, δίνει προτεραιότητα σποράς στον άλλον, για να κερδίσει χρόνο. Τα διέπει όλα αυτά η καλή θέληση και η λογική που έχει επικρατήσει από την παράδοση. Η μεταξύ των σέμπρων συνεργασία δεν περιορίζεται μόνο στη διάθεση των «αροτριώντων» ζώων για την δημιουργία ζευγαριού, αλλά συνήθως επεκτείνεται και σε άλλες εκδηλώσεις, όπως στην ανταλλαγή εργαλείων ή την προσφορά εργασίας από μέλη της οικογένειας του ενός κατά την καλλιέργεια των κτημάτων του άλλου. Οι σέμπροι γενικά προγραμματίζουν την όλη εργασία τους σαν να είναι κοινή και την κάνουν για αμοιβαία ωφέλεια.
Διάνοιξη δρόμου για το Κρίκελλο (1922)Αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία των χωρικών για τη διάνοιξη των αρδευτικών αυλακιών για το πότισμα των χωραφιών τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα διανοιγμένα αυλάκια για τη μεταφορά του νερού είναι σημαντικού μήκους, έτσι ώστε κάθε χρόνο και στην αρχή του καλοκαιριού να απαιτείται εργώδης προσπάθεια για τον καθαρισμό τους από υλικά που έπεσαν από τις βροχοπτώσεις και τις κατολισθήσεις το χειμώνα. Οι έχοντες σε κάθε περιφέρεια κτήματα, συνεργάζονται για «να βγάλουν το δικό τους αυλάκι», προσφέροντας εργασία ανάλογα με τα στρέμματα, τα όποια καλλιεργούν κάθε φορά, διότι συμφώνα μ’ αυτά θα διατεθεί «ο ποτιστής»7. Όταν πρόκειται να ανοίξουν το μεγάλο αυλάκι, από το νερό του οποίου ποτίζουν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωρίου, η συμμετοχή τους στην εργασία είναι καθολική, αφού προσλαμβάνει τη μορφή γενικής εξόδου. Από το απόγευμα ειδοποιούνται οι κάτοικοι του χωρίου ότι την επομένη «θα βγάλουν το τρανό αυλάκι»8 .Το πρωί της άλλης ημέρας σημαίνουν οι καμπάνες της εκκλησίας και παρουσιάζεται ένας από κάθε οικογένεια. Για να είναι η εργασία περισσότερο συστηματική και εύκολη η επίβλεψή της, οι κάτοικοι κατανέμονται σε ομάδες, οι οποίες λέγονται «μάγκες», και επικεφαλής της κάθε μιας είναι ο «μαγκαδόρος»9. Για τη «δέση», (τη σύνδεση δηλαδή του αυλακιού με το ποτάμι, από το οποίο τροφοδοτείται το αυλάκι), εργάζονται όλοι μαζί, πολλές φορές και για μέρες, αν οι πλημμύρες του χειμώνα δημιούργησαν κατηφόρα ή απόθεσαν όγκους αμμοχάλικου προς την πλευρά της κοίτης του ποταμιού, όπου γίνεται η σύνδεση. Όταν «βάλουν τη δέση» και το νερό φτάσει στον προορισμό του, συνήθως «δεν μπαίνει αμέσως στην αράδα»10, αν συμβεί να μη διψούν τα σπαρτά. Γι’ αυτό τις πρώτες μέρες είναι ελεύθερο και μπορεί να ποτίζει ο καθένας δέντρα ή κτήματα χωρίς να έχει σειρά ή δικαίωμα για άρδευση. Το ελεύθερο νερό των πρώτων αυτών ημερών ονομάζεται «ρεπούμπλικα»11.
Τ' αλώνισμαΟι χωρικοί συνεργάζονται επίσης και σ’ άλλες γεωργικές εργασίες, όπως τον τρύγο, το «βγάλσιμο» της πατάτας»12, ιδιαίτερα όμως στο θερισμό και το αλωνίσματα. Πρόκειται για εργασίες, που δεν παίρνουν αναβολή ή παράταση για πολλές μέρες. «Το καρφαλιασμένο13 στάρι δεν καρτερεί αθέριστο και τ' αλώνι δεν μπορεί να μείνει πολλές μέρες πιασμένο», έλεγε χαρακτηριστικά ο λαός μας. Στα αλωνίσματα όσοι έχουν άλογα συνεργάζονται, για ν' ανταποκριθούν στις ανάγκες των χωρικών ονομάζονται «αλωνιστάδες». Την εποπτεία έχει ο εμπειρότερος, ο όποιος ρυθμίζει την όλη εργασία και διαθέτει για κάθε χωρικό, που αλωνίζει τόσα άλογα, όσα χρειάζονται «για να βγάλουν τ’ αλώνι του». Ο αριθμός των αλόγων, η λεγομένη «θηλειά», κανονίζεται αναλόγα με τον αριθμό των δεματιών του γι' αλώνισμα προοριζόμενου σιταριού. Η πληρωμή, το λεγόμενο «αλωνιστικό», γίνεται σε είδος, και καθορίζεται ή κατ' αποκοπή ή συμφώνα με τα κιλά του σιταριού που αλωνίζεται14.
Ανάλογες μορφές συνεργασίας απαντώνται και στην ποιμενική ζωή.
Όσοι έχουν ολιγάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων και δεν ευκαιρούν ή δεν έχουν συμφέρον να καταγίνονται διαρκώς με την φύλαξή τους, «τα σμίγουν». Με το «σμίξιμο» αυτό δημιουργείται ένα μεγάλο κοπάδι, τη φύλαξη του οποίου αναθέτουν σε «τσοπάνη με μισθό», πληρώνοντας σ’ αυτόν «ρόγα»15, ή τα βοσκούν οι ίδιοι ο καθένας με τη σειρά. Το ποσό της ρόγας ή ο καθορισμός των ημερών, κατά τις οποίες καθένας υποχρεώνονταν για την φύλαξη του κοπαδιού καθορίζεται με βάση τον αριθμό των ζώων, τα οποία έχει ο κάθε «σμιχτής». Ανάλογα επίσης με τον αριθμό των «γαλάριων»16 προβάτων ρυθμίζεται και η σειρά για τη διανομή του γάλατος, η λεγομένη «αράδα».
Το κούρεμα των προβάτων Παρόμοια συνεργασία λάβαινε χώρα και για το φύλαγμα των αγελάδων του χωρίου κατά το καλοκαίρι17. Επειδή δε μπορεί ο καθένας «να μανατιάσει, έναν άνθρωπο για να φυλάει, μια γελάδα, την βαρεί στην αράδα»18. Έτσι, ένας κάθε μέρα φυλάει το συγκροτούμενο μ’ αυτό τον τρόπο «βουκολιό»19.
Με συνεργασία πάλι οι βοσκοί αντιμετώπιζαν την κοπιαστική εργασία της «κούρας των αιγοπροβάτων» τους. Σ’ αυτήν έπαιρναν μέρος βοσκοί από γειτονικά μαντριά, και μετά το τέλος της εργασίας επακολουθούσε πλούσιο φαγοπότι, στο οποίο ο τσέλιγκας φιλοτιμούνταν να ευχαριστήσει όσους είχαν πάει για το κούρεμα.
Μορφή συνεργασίας είναι και η λεγομένη «προσωπική εργασία», ο καθορισμός της οποίας κατά παράδοση γίνονταν από το Συμβούλιο της κοινότητας του χωριού. Κάθε οικογενειάρχης υποχρεώνονταν να διαθέσει ορισμένα «μεροκάματα» το χρόνο για έργα κοινής ωφέλειας, όπως το κτίσιμο εκκλησίας ή σχολείου, την κατασκευή γέφυρας ή υδραγωγείου, τη διάνοιξη ή επισκευή δρόμων.
Εκτός από τις παραπάνω μορφές συνεργασίας, που έχουν μόνιμη διάρκεια, αξίζει να σημειώσουμε και κάποιες εκδηλώσεις αλληλοβοήθειας, σε ιδιωτικές συνήθως υποθέσεις που υπαγορεύονται από έκτακτες ή περιστατικές ανάγκες.
Χαρακτηριστική μορφή αλληλοβοήθειας είναι «το ξεφλούδισμα»20. Όταν μαζεύεται το καλαμπόκι «σωριάζεται» στην αυλή του σπιτιού ή μέσα σ’ αυτό, αν ο καιρός δεν επιτρέπει το ξεφλούδισμά του έξω. Αποβραδίς κάποιος από το σπίτι (συνήθως ένα κορίτσι) περιέρχεται τα γειτονικά ή και όλα τα σπίτια του χωρίου και ειδοποιεί ότι «το βράδυ θα έχουμε ξεφλουδίσματα»21. Οι ειδοποιούμενοι πάνε με ευχαρίστηση, γιατί αυτό το είδος της συνεργασίας ήταν και μια θαυμάσια ευκαιρία για ψυχαγωγία. Έτσι ενώ το καλαμπόκι ξεφλουδίζεται οι εργαζόμενοι τραγουδούν, ανταλλάσσουν εύθυμα πειράγματα ή σκώμματα αφελή, λύνουν αινίγματα ή κουτσομπολεύουν σχολιάζοντας τα τελευταία γεγονότα του χωρίου. Στο τέλος προσφέρονται γλυκά ή φρούτα (σταφύλια, σύκα, καρύδια ή κάστανα), αφού είναι η εποχή της συγκομιδής.
Πρόσκληση σε βοήθεια γίνεται και για «το στούμπημα»22 του καλαμποκιού. Γι' αυτήν όμως την εργασία συνήθως φώναζαν τους «χεροδύναμους» άνδρες, για να μπορούν ν' ανταποκρίνονται στη δυσκολία της εργασίας.
Ξεφλουδίσματα καλαμποκιύ (Πίνακας του Λ. Θεοδώρου)Παρόμοια μορφή αλληλοβοήθειας υπήρχε και κατά το «βγάλσιμο του σπάρτου»22. Είναι δε το σπάρτο (ή ο σπαρτός) θάμνος, που έχει ευλύγιστα και δυσδιάσπαστα κλωνάρια, τα οποία μοιάζουν με μακριές βελόνες. Τα κλαδιά κόβονται και δένονται σε μικρά δεμάτια, τις «χεριές». Στη συνέχεια οι «χεριές» βράζονται και τοποθετούνται για μία περίπου εβδομάδα μέσα σε λάκκους με νερό. Μετά μεταφέρονται στο σπίτι «για βγάλσιμο», το οποίο είναι κυρίως γυναικεία απασχόληση. Συγκεντρώνονται λοιπόν τα κορίτσια κυρίως και «βγάζουν» από τα κλαδιά του σπάρτου τη φλούδα, που αποχωρίζεται εύκολα υστέρα από το βράσιμο και το μούσκεμα που προηγήθηκαν. Από τη φλούδα αυτή, μετά από κατάλληλη επεξεργασία23, κατασκευάζεται ειδικό στερεό νήμα, το «σπαρτόσχοινο», πρόσφορο για την κατασκευή χονδρών σχοινιών, σάκων, κιλιμιών ή τρουβάδων.
Οι νοικοκυρές επίσης, προκειμένου «να διαλέξουν στο ταψί» το σιτάρι24, για να παρασκευάσουν τον τραχανά του σπιτιού, καλούσαν τα κορίτσια της γειτονιάς, να βοηθήσουν στην ανιαρά και κοπιαστική αυτή εργασία. Στο τέλος τα φιλοδωρούσαν.
Αλληλοβοήθεια υπήρχε και στην καθιερωμένη την παραμονή των Χριστουγέννων, «χοιροσφαγία». Ομάδες χωρικών περιέρχονταν τα σπίτια και έσφαζαν το σπιτικό γουρούνι που εθιμικά έτρεφαν παλιά όλες οι οικογένειες25. Στους «χοιροσφάχτες», λόγω και του κρύου που επικρατούσε εκείνες τις χειμωνιάτικες μέρες, προσφέρονταν καρύδια και ζεστό ρακί, το «πόντζι»26.
Απαύγασμα ψυχικού μεγαλείου είναι η βοήθεια, που προσφέρεται σε φτωχούς ή όσους βρίσκονταν σε δυσχερή θέση λόγω ασθένειας, η γνωστή στην Ευρυτανία με το όνομα «παρακαλιά». Όταν λ.χ. ένας φτωχός έχτιζε σπίτι, καλούσε τους συγχωριανούς του σε βοήθεια, συνήθως σε μέρες όχι εξαιρετέων γιορτών, των «αλαφρογιορτάδων». Όλοι οι κάτοικοι του χωρίου προσφέρονταν πρόθυμα να τον συντρέξουν για να μεταφέρει την πέτρα, την ξυλεία, ν' ανοίξει τα θεμέλια ή να «τσιατίσει»27 (στεγάσει) το σπίτι. Με τον ίδιο τρόπο προσφέρονταν οι χωρικοί για να καλλιεργήσουν το χωράφι του άρρωστου ή του επιστράτου, να συγκομίσουν τους καρπούς του ή να φυλάξουν τα κοπάδια του.
Φτωχός επίσης, που ήθελε να συστήσει κοπάδι, περιέρχονταν τα μαντριά των γνωστών του κατά την εποχή του «χωρισμού»28 και ζητούσε ένα αρνί ή ένα κατσίκι. Οι βοσκοί συνήθως πρόσφεραν σ’ αυτόν το ζώο που τους ζητούσε, συνοδεύοντας την προσφορά και με τις ευχές τους. Το ίδιο και οι μελισσοτρόφοι την άνοιξη, και την εποχή της σμηνουργίας, πρόσφεραν σε φτωχούς χωριανούς τους που τους ζητούσαν ένα «γονίδι», για να δημιουργήσουν κι αυτοί το «μελισσομάντρι» τους.
Η ζωή στα βουνάΑξίζει να σημειώσουμε ακόμη και περιπτώσεις συνεργασίας των χωρικών, που επιβάλλουν έκτακτες ανάγκες. Η εμφάνιση λύκου στην περιφέρεια του χωριού προκαλούσε την λεγομένη «παγάνα», κοινή δηλαδή έξοδο των χωρικών για την καταδίωξή του. Μάλιστα, όποιος σκότωνε το λύκο περιέφερε το δέρμα του και μάζευε φιλοδώρημα για το ανδραγάθημά του. Παγάνες συγκροτούνταν επίσης και για την καταδίωξη φυγόδικου, καθώς και για την αναζήτηση κλεμμένου ή χαμένου ζώου29.
Κοινή επίσης ήταν η έξοδος των χωρικών για τη φύλαξη κοινοτικού χώρου από καταπατήσεις ή την απομάκρυνση από κοινοτικά λιβάδια κοπαδιών που βοσκούσαν παράνομα σ’ αυτά. Σε περιπτώσεις τέτοιου είδους αντιδικιών αναφέρονται περιστατικά σύρραξης μεταξύ των κατοίκων των χωριών. Και για τη διασφάλιση κοινοτικών δασών ενδιαφέρονται οι χωρικοί μας. Έτσι σε περίπτωση πυρκαγιάς σπεύδουν όλοι πρόθυμα για να προσφέρουν τη βοήθειά τους για την κατάσβεση της φωτιάς. Με κοινή επίσης προσπάθεια επιχειρείται η κατάσβεση πυρκαγιών σε σπίτια ή άλλες ιδιωτικές εγκαταστάσεις.
Από τη μελέτη των μορφών αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, που αναφέραμε παραπάνω, καταφαίνεται ότι αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των μελών της ίδιας κοινωνίας για την αντιμετώπιση δυσάρεστων γεγονότων της ζωής και τη λύση βιοτικών προβλημάτων, τα όποια ο άνθρωπος αδυνατεί να επιλύσει ατομικά, είναι κίνητρα, που ωθούν τους ανθρώπους κάθε εποχής σε συνεργασία. Οι μορφές της διαφέρουν ανάλογα με το βαθμό της πνευματικής και ηθικής εξέλιξης και γενικότερα του πολιτισμού των μελών κάθε κοινωνίας. Στις πρώτες κοινωνικές ομάδες η παροχή βοηθείας σε πάσχοντα μέλη τους πήγαζε περισσότερο από το συναίσθημα του φόβου ότι ο κίνδυνος, ο οποίος έπληξε μέλος τους, θα μπορούσε στο μέλλον να πλήξει και άλλον και επομένως μέλος θα μπορούσε να βρεθεί στην ανάγκη να ζητήσει ή να δεχθεί από άλλον βοήθεια.
Η πρώτη πηγή της αλληλοβοήθειας ήταν η συνείδηση της ανάγκης της κοινωνικής ζωής για όλα τα άτομα - μέλη της κοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, και από τη συνείδηση αυτή προήλθε και η συγκρότηση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, προσδιορίζοντας τη φύση του κοινωνικού βίου, αποφαίνεται ότι αυτός προέκυψε από την αδυναμία των ανθρώπων να ζήσουν απομονωμένοι και ν' αντιμετωπίσουν σαν άτομα τους κινδύνους της ζωής, αφού μόνο τα θηρία και οι θεοί (ως πανίσχυροι και αυτάρκεις) ζουν έξω από την κοινωνία.
Το πρώτο αυτό συναίσθημα του φόβου των ανθρώπων μπροστά στο άγνωστο και μυστηριώδες μέλλον, των ανεξιχνίαστων δυνάμεων της φύσης και της ζωής με τους κινδύνους της, με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική και ηθική πρόοδο της ανθρωπότητας με τον πολιτισμό που τον εξυψώνει διαρκώς σε ανώτερες σφαίρες ηθικής αυτονομίας και ελευθερίας, τελειοποιώντας και εξευγενίζοντάς τον, οδήγησε στις ανώτερες μορφές της αλληλοβοήθειας ως ηθικό καθήκον και φιλανθρωπία, που απορρέουν από εσωτερικής τελειότητας και αισθημάτων ανθρωπισμού.
Η ορθολογιστική επίσης οργάνωση της ζωής κατηύθυνε τον άνθρωπο σε μορφές συνεργασίας, με τις οποίες πέτυχε την λύση δύσκολων προβλημάτων και πραγματοποίησε τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του.
Αγρότισσα της Ευρυτανίας (ΦΩΤΟ: Σπ. Μελεντζής)Και καταλήγει ο κ. Βλάχος στην αξιόλογη αυτή μελέτη του: «Η πρόοδος των οργανωμένων κοινωνιών, η δια των ηθικών διδαγμάτων της θρησκείας και της φιλοσοφίας επελθούσα ημέρωση, η συνεπεία της διαμορφώσεως νέων συνθηκών ζωής αναφυείσα ανάγκη συστηματικότερης οργανώσεως της συνεργασίας και αλληλοβοήθειας και δια κρατικής ακόμη μέριμνας, συνέτειναν στην διεύρυνση των κοινωνικών αυτών εκδηλώσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Η αλληλοβοήθεια όμως, αποτελεί την πρώτη και υποτυπώδη μορφή κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η επί της στοιχειώδους λογικής ερειδομένη συνεργασία των χωρικών μας τις πρώτες μορφές κοινής εργασίας, εξελιξη των οποίων είναι νεώτερες συνεταιριστικές προσπάθειες με τις γνωστές επωφελείς επιπτώσεις τους.
Η ύπαρξη λοιπόν μέχρι σήμερα στο λαό στοιχείων, αφορώντων στην κοινωνική οργάνωση και διαιωνιζόντων αρχέγονα ήθη, επιβάλλει επιτακτικά την ανάγκη της συλλογής και μελέτης τους. Με τη συλλογή θα διασωθούν από τον αφανισμό που κινδυνεύουν λόγω της επίδρασης του συγχρόνου πολιτισμού. Με τη συστηματική μάλιστα μελέτη τους θα γνωρίσουμε το δημιουργό και φορέα τους, τον άνθρωπο, η έρευνα των πνευματικών και υλικών δημιουργημάτων του οποίου αποτελεί, ως προσφυώς ελέχθη "του άνθρώπου την πλέον επαξίαν σπουδήν"».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. χ α μ ή λ ω μ α, το, μέρος χαμηλό. Χαμηλώματα λέγονται τα χωράφια που βρίσκονται στο χαμηλότερο υψόμετρο.
2. ψ ι μ ί ζ ω, από το αρχ. όψιμος (οψιμίζω), ψιμίζω = γίνομαι με καθυστέρηση. «Τα χωράφια ψιμίζουν» = η καλλιέργεια των αγρών γίνεται καθυστερημένη. Το θέμα της όψιμης ή πρώιμης σποράς συζητείται ήδη από τον Ξενοφώντα, Οικονομ. 17, 4 : «περί του σπόρου, πότερον ο πρώιμος κράτιστος ή ο μέσος ή ο οψιμότατος».
α ν ο χ ε ύ ω, από την ανοχή, ανέχω. Τα σπαρτά ανοχεύουν = των σπαρτών η ανάπτυξη και επομένως η απόδοση, αποβαίνει ανεπαρκής. Η λέξη ανοχή στη δημοτική σημαίνει ανεπάρκεια, η έλλειψη ευφορίας (προβλ. ανοχή στα γεννήματα).
3. β α ρ ι κ ό ς, επίθετο, υγρός, βαλτώδης (βαρ(ι)κό χωράφι), βαρύς + κατάλ. -ικός. (Τα χωράφια βαρκοφέρνουν: τα χωράφια είναι σχετικά υγρά, βαλτώδη).
4. Τ ι λ ώ ν ω , ρ., πιέζω.
5. Κ ο π ρ ί ζ ω, ρ. αρχαίο, λιπαίνω με κοπριά.
6. Το ξύλινο αυτό κιγκλίδωμα ή ο πρόχειρος φράκτης ονομάζεται «γυρβόλι».
7. Ποτιστής, ο, ποσότητας νερού η οποία κρίνεται επαρκής για το πότισμα των κτημάτων. Αν τα κτήματα κάποιας περιοχής είναι πολλά και το νερό επαρκές, αυτό διακλαδίζεται σε περισσοτέρους ποτιστάδες. Γενικά τα της αρδευτικής εθιμολογικής νομολογίας συγκροτούν πλήρες άγραφο λαϊκό δίκαιο, που καθιερώθηκε με τη μακρότατη παράδοση και ισχύει αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
8. Η ειδοποίηση γίνεται συνήθως με τον υδρονομέα (νεροφόρο) ή τον κοινοτικό κλητήρα.
9. Μ ά γ κ α, η, λέξη Αλβανικής πιθανότατα προελεύσεως, που σημαίνει άθροισμα οπλοφόρων. Πριν από την Ελληνική Επανάσταση η «αλβανική μάγκα» ήταν σώμα ένοπλων όχι της ιδίας οικογένειαςς, όπως η «φάρα», αλλά από διαφορετικές οικογένειες συγκείμενο. Σε απομίμηση, όταν εξερράγη η Επανάσταση και πριν από τη σύσταση του Τακτικού, τα «άτακτα» στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων αρχηγών είχαν ίδιο οργανισμό με βάση «τη μάγκα» ως κατώτερη μονάδα. Φαίνεται ότι αργότερα η λέξη χρησιμοποιήθηκε στη δημοτική για να σημάνει ομάδα ανθρώπων, που συνεργάζονται και για ειρηνικά έργα. Ο διοικητής τη στρατιωτική μάγκα λέγονταν «μαγκατζής», και ήταν υπαξιωματικός, ενώ από μας λέγεται «μαγκαδόρος».
10. Θέματα που αφορούν στη διανομή του νερού και το χρόνο, που το χρησιμοποιεί ο καθένας, τα ρυθμίζουν ή οι ίδιοι οι χωρικοί, αν τα κτήματα για πότισμα είναι λίγα, ή ο υδρονομέας που διορίζουν οι ίδιοι, και συνήθως τον πληρώνουν σε είδος, κατά την εποχή της συγκομιδής.
11. Ρεπούμπλικος, επίθ., ελεύθερος, κοινός, δημόσιος. Ίσως από το λατινικό republica = η πολιτεία, τα δημόσια, τα κοινά. Αυτή τη μορφή συνεργασίας συναντούσαμε στο χωριό Στένωμα Ευρυτανίας.
12. Συνεργασία για το «βγάλσιμο της πατάτας», γίνονταν σε χωριά της Ν. Α. Ευρυτανίας, όπου αυτή καλλιεργείται συστηματικότερα.
13. Το ρ. κ α ρ φ α λ ι ά ζ ω = ξηραίνω υπερβολικά, που χρησιμοποιούσε παλιότερα ο ευρυτανικός λαός, και προέρχεται από το Ομηρικό κάρφω = ξηραίνω. Πρβλ. το επίσης Ομηρικό επίθετο καρφαλέος = ξηρός.
14. Πληρώνουν μια οκά κατά κιλό. Το κιλό ισοδυναμούσε με είκοσι (20) οκάδες.
15. ρ ό γ α, η, μισθός, μεον. ρόγα λατιν. roga, rogare. (Βλέπε και Παν. Κ. Βλάχου, «Ο Στέφανος Γρανίτσας και η λαογραφία της Ευρυτανίας, Αθήνα1961, σ. 35).
16. Γαλάρια, τα, λέγονται αιγοπρόβατα, τα όποια παράγουν γάλα. Αντίθετο είναι τα «στέρφα».
17. Τα βόδια κατά τους θερινούς μήνες έβοσκαν σε ειδικά λιβάδια, τα λεγόμενα «βοϊδολίβαδα», χωρίς να επιστρέφουν το βράδυ στο χωριό.
18. Μ α ν ι α τ ά ζ ω, από το αμανατιάζω = δεσμεύω, από τη λ. αμανάτι = παρακαταθήκη, τουρκ. Emanet.
19. Β ο υ κ ο λ ι ό, το, αγέλη βοδιών, αρχ. η βουκολία.
20. Ξ ε φ λ ο ύ δ ι σ μ α, το, καθάρισμα του καρπού καλαμποκιού (αραβοσίτου) από το περίβλημα, που λέγεται «φόκι» ή «ρόκα». Ο καρπός που απομένει λέγεται «στρουβούλι». Τα στρουβούλια μετά το λιάσιμο εκκοκκίζονται, που γίνεται με το «στούμπισμα» (ράβδισμα). Όταν ο καρπός πρόκειται να χρησιμοποιηθεί «για σπόρο» γίνεται απόσπαση των κόκκων με το χέρι («ξεσπύρισμα»).
21. Σε χωρία της Ν.Α. Ευρυτανίας ή εργασία αυτή λέγεται «ξεφλουδίσια».
22. Η λέξη σπάρτο απαντάται ήδη στον Όμηρο (Β' 135),και σημαίνει σχοινί, καλώδιο, παλαμάρι. Κατά μία άποψη αυτή, δεν έχει σχέση με το φυτό σπάρτο, από το οποίο και οι αρχαίοι κατασκεύαζαν σχοινιά, παραγόμενη από το ρ. σπείρω (σπέρζω) = τυλίγω, συστρέφω και σημαίνει κάθε τι στριμμένο. Σύμφωνα μ’ αυτήν, από το Ομηρικό σπάρτο (=σχοινί) ονομάστηκε το για την κατασκευή του χρησιμεύον φυτό. Άλλη άποψη, θεωρεί ότι το σπάρτο είναι σχοινί κατασκευασμένο από το φυτό σπάρτο. Με τη δεύτερη σημασία απαντάται η λ. στους Ηρόδοτο (5,16), Θουκυδίδη (4,48) κ.δ.
23. Η φλούδα των κλωναριών του σπάρτου μετά από την αποξήρανσή του στον ήλιο «στουμπιέται» για να χωριστεί σε λεπτές σαν μαλλί ίνες, στη συνέχεια «λαναρίζεται» σε ειδικά «ορθά λανάρια» και στο τέλος «γνέθεται».
24. «Διάλεγμα», είναι το καθάρισμα του σιταριού από τους σπόρους των διαφόρων ζιζανίων.
25. Βλ. Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη: «Τα Χριστούγεννα εις τον λαόν», περιοδ. «Παρνασσός», Βα, Α΄ σελ. 433.
26. Τουρκική λέξη, που σημαίνει οινοπνευματώδες ποτό, το οποίο παίρνουμε από την απόσταξη σταφυλιών μετά την εξαγωγή του γλεύκους. Οι ρόγες των σταφυλιών λέγονται και τσίπ(ου)ρα, γι’ αυτό και το ποτό είναι γνωστό σαν τσίπ(ου)ρο.
27. «Τσιατίζω» = κατασκευάζω στέγη. Η στέγη του σπιτιού λέγεται «τσιατή».
28. Χωρισμός = η απομάκρυνση των απογαλακτιζόμενων αμνών ή εριφίων από τις μητέρες τους. Ακολούθως το ποίμνιο διαιρείται σε «γαλάρια» και «ζυγούρια», (όπως λέγονται τα αρνιά που χωρίστηκαν) ή «βετούλια» (=κατσίκια).
29. Βλ. και Γεωργ. Α. Μέγα, «Ζητήμτα Ελληνικής λαογραφίας», τ. 1o σελ. 9.
(*) Το κείμενο αποτελεί προσαρμοσμένο δημοσίευμα του τ. Επιθεωρητή Δ. Ε. κ. Παναγιώτη Βλάχου.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ", τ. 3, Αθήνα 1962
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...