Ο Χαράλαμπος Γ. Κατσιμήτρος, Έλληνας στρατηγός του στρατού ξηράς που διακρίθηκε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940, γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1886 στο χωριό Κλειτσός, όπου παλαιότερα υπήρχε και οικισμός με το όνομα «Κατσιμητραίικα», του νομού Ευρυτανίας και πέθανε την Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 1962 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου στις 4 το απόγευμα από το Μητροπολιτικό ναό Αθηνών και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο της πόλεως.
Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Κατσιμήτρου και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά, το Γεώργιο Κατσιμήτρο, μετέπειτα υποστράτηγο του Ελληνικού Στρατού και τη Βασιλική σύζυγο Αλέκου Σπηλιόπουλου.
Βιογραφικό
Γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Βασιλική Κατσιμήτρου, αγρότες και κτηνοτρόφοι στο χωριό Κλειτσός του νομού Ευρυτανίας. Είχε έναν αδελφό τον ιερέα Νικόλαο Κατσιμήτρο και δύο αδελφές, την Ανδρομάχη Σταθουλόπουλου και την Καλλιόπη Στούπη. Ο Χαράλαμπος κατατάχθηκε το 1904, ως εθελοντής στον Ελληνικό στρατό και το 1911 εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε το Σεπτέμβριο του 1912 με το βαθμό του ανθυπασπιστή του Πυροβολικού.
Πήρε μέρος την περίοδο 1912-1913, στους Βαλκανικούς πολέμους, ενώ πολέμησε στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου πολέμου στο «Μακεδονικό Μέτωπο ως διοικητής λόχου. Το Νοέμβριο του 1920, έγινε Ταγματάρχης και στη συνέχεια την περίοδο 1921-1922 συμμετείχε στην Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου ως διοικητής τάγματος του 5ου Συντάγματος στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, αμύνθηκε γενναία στις επιθέσεις των Τούρκων στο Κέντρο Αντιστάσεως Χασάν Μπελ. Το Χασάν Μπελ δεν καταλήφθηκε και ο διοικητής της 57ης Τουρκικής μεραρχίας Ρεσάτ Μπέης που είχε ως αποστολή τη κατάληψη του, αυτοκτόνησε εξ αιτίας της αποτυχίας του να εκτελέσει την αποστολή του, ενώ ο Κατσιμήτρος τραυματίστηκε στο γόνατο στις 13 Αυγούστου 1922 και μεταφέρθηκε για νοσηλεία στη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις του Υπουργείου Στρατιωτικών και του Γενικού Στρατηγείου, ενώ την περίοδο 1924-1925, φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και έγινε επιτελικός αξιωματικός. Στις 11 Ιανουαρίου 1937 έγινε υποστρατήγος και διετέλεσε Διοικητής της 7ης Μεραρχίας Δράμας, της 9ης Μεραρχίας Κοζάνης.
Πόλεμος 1940
Στις 9 Φεβρουαρίου 1938 ανέλαβε διοικητής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού στην περιοχή της Ηπείρου με έδρα τα Ιωάννινα, η οποία αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Ηπειρώτες [1], που σε κάθε περίπτωση θα αγωνίζονταν κυριολεκτικά «υπερ βωµών και εστιών». Εκεί εργάστηκε μεθοδικά και ολοκλήρωσε τη γραμμή άμυνας, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανή επίθεση της Ιταλίας, που κατείχε την Αλβανία. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί υποχρέωσε το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου 1939 να διατάξει την μερική και στις 5 Οκτωβρίου 1940, τη γενική επιστράτευση της 8ης Μεραρχίας. Συνολικά η δύναμη της 8ης Μεραρχίας περιλάμβανε, τέσσερις διοικήσεις συνταγμάτων πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, πέντε ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως, καθώς και το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της 3ης Μεραρχίας, που ήταν κινούμενο από την Αιτωλοακαρνανία προς την Ήπειρο.
«..Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου 1940, ο διοικητής τής Μεραρχίας Ηπείρου Χαρ. Κατσιμήτρος έδωσε τηλεφωνικώς τις τελευταίες οδηγίες στούς διοικητές των μονάδων και ιδίως των τμημάτων τής μεθορίου να επαγρυπνούν για το ενδεχόμενο ιταλικών κινήσεων.
Οικογένεια Κατσιμήτρου
- Την 3 και 45΄ της ιστορικής αυτής ημέρας, παρατεταμένοι κωδωνισμοί του τηλεφώνου, δεν κατέστη δυνατόν να αφυπνίσωσιν αμέσως τον Διοικητήν της Μεραρχίας.
Ήκουσεν όμως τούτους η μικρά αύτου θυγάτηρ, ήτις έλαβε το άκουστικόν και ήρώτησεν, ποίος ζητεί την μεραρχίαν; έλαβεν δε την απάντησιν ότι ομιλεί το Γενικόν Επιτελείον εξ Αθηνών και τη είπον:
Ξυπνήσατε επειγόντως τον στρατηγόν!
Ο διοικητής της Μεραρχίας αφυπνισθείς ήλθεν εις τηλεφωνικήν επαφήν μετά του αντισυνταγματάρχου Αθ. Κορόζη όστις ανεκοίνωσεν αυτώ τά εξής εκ μέρους του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Ότι την 3ην ώραν ο εν Αθήναις πρέσβυς της Ιταλίας Γκράτσι επέδωκε προς τον πρόεδρο της κυβερνήσεως Ιωάννην Μεταξά τελεσιγραφικήν διακοίνωσιν και ότι έχομεν πόλεμον. Ό αρχηγός του Γεν. Επιτελείου Αλ. Παπάγος, είπε ό Κορόζης, διατάσσει όπως ή Μεραρχία αποκρούσει διά των όπλων την εισβολήν των Ιταλικών Στρατευμάτων, συμμορφουμένη προς τας διαταγάς τας οποίας έλαβε διά την εκτέλεση της αποστολής της.
Ο στρατηγός Κατσιμήτρος απάντησε: «Αναφέρατε παρακαλώ εις τον Αρχιστράτηγον, ότι η Μεραρχία θα εκτέλεση το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλη η εθνική τιμή και καθ' όν τρόπον αυτή γνωρίζει» [2].
Στην πρώτη πολεμική διαταγή του ανέφερε,
«...Αξιωματικοί και οπλίται της VIΙI Μεραρχίας. Ο πρέσβυς της Ιταλίας εν Αθήναις εζήτησεν από την κυβέρνησιν ημών να εισέλθει ιταλικός στρατός εις το έδαφος μας. Η Κυβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην και διέταξεν αντίστασιν και απόκρουσιν της εισβολής. Ήδη διεξάγεται το στάδιον της εκτελέσεως του υπερτέτου προς την πατρίδαν καθήκοντος, δι' αντιστάσεως, μέχρις εσχάτων, συμφώνως προς το σχέδιον ενεργείας. Αμυνθήτε του ιερού πατρίου εδάφους μετά φανατισμού εναντίον του επιδρομέως, όστις ήλθε να προσβάλη τούτο αναιτίως. Αναμνησθήτε των ενδόξων παραδόσεων του Έθνους μας και πολεμήσατε μετά λύσσης κατά του εχθρού...».
Στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε επιστολή που έστειλε στη σύζυγό του Ελένη, επιστολή που διέσωσε ο γιος του κι αυτός ανώτατος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, γράφει,
«Αγαπημένη μου Ελένη,
....Μην ανησυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρμόζεται όπως έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα είναι φήμαι αδέσποτοι....Κρατάμε καλά και εντός ολίγou θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται. Εξαιρετική είναι η δράσις του πυροβολικού μας το οποίοv έχει καταστρέψει αρκετά άρματα μάχης του εχθρού και το βαρύ πυροβολικό του το εσίγησε.
Σε ασπάζομαι Χαράλαμπος».
Όπως αναφέρει ο Κατσιμήτρος στο βιβλίο του, στην Ιταλική επίθεση σε βάρος της Ελλάδος υπήρξε συμμετοχή αλβανικών δυνάμεων, τουλάχιστον στον τομέα ευθύνης της Μεραρχίας του, «....Συμμετείχαν τρία τάγματα μελανοχιτώνων (Ι, II, III), δύο αλβανικά τάγματα πεζικού («Γκράμος» και «Ντρίνος»), αλβανική ορειβατική πυροβολαρχία («Νταϊτι»), τάγμα Αλβανών εθελοντών και σώματα άτακτων Αλβανών», ενώ ήδη από τον Οκτώβριο του 1940 ο Αλβανός υπουργός Δικαιοσύνης συγκροτούσε συμμορίες με σκοπό να δράσουν στο ελληνικό έδαφος, άποψη που επιβεβαιώνει και ο Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, που σημειώνει, «...Όλες οι ιταλικές μεραρχίες πεζικού ήταν ενισχυμένες σε πεζικό με τάγματα Αλβανών…».
Στις πρώτες ημέρες του πολέμου, ως διοικητής της 8ης Μεραρχίας εξουδετέρωσε την επίθεση και διέταξε σθεναρή άμυνα στον τομέα Ελαίας-Καλαμά, αν και το στρατηγείο του είχε επιτρέψει να υποχωρήσει σταδιακά προς το νότο έως την κοιλάδα του Αράχθου και με την ηρωική του αντίσταση στο Καλπάκι, συντέλεσε στην τελική νίκη. Η πτώση του Ελληνικού μετώπου τον Απρίλιο του 1941, τον βρήκε στα Ιωάννινα και με την διάλυση της 8ης Μεραρχίας, οι στρατιώτες της, κατά πλειοψηφία Ηπειρώτες, γύρισαν στα σπίτια και στα χωριά τους και ο στρατηγός εξέδωσε την τελευταία του Ημερήσια Διαταγή στην Φιλιππιάδα στις 29 Απριλίου και αμέσως μετά επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου και έλαβε διαταγή να μεταβεί στην Αθήνα.
Υπουργός
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα Γερμανίας, Ιταλίας, Βουλγαρίας, συμμετείχε στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Ορκίστηκε στις 6.30 το απόγευμα της 30ης Απριλίου 1941 στα Παλαιά Ανάκτορα, το κτίριο της Βουλής, μαζί με τους Σωτήριο Μουτούση, Παναγιώτη Δεμέστιχα και Νικόλαο Μάρκου, από τον Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Παπαδόπουλο, ιερέα-εφημέριο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, μετά την άρνηση του Χρύσανθου Αρχιεπισκόπου Αθηνών να ορκίσει την κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου.
Διατέλεσε υπουργός
Εργασίας και προσωρινώς υπουργός Γεωργίας από τις 30 Απριλίου 1941 έως τις 8 Μαΐου 1941, στην κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου [3].
Ανέλαβε καθήκοντα το πρωί της 1ης Μαΐου και έγινε δεκτός με ιδιαίτερα θερμό τρόπο από τους υπαλλήλους του υπουργείου, στους οποίους είπε, «...Τώρα πού τελείωσε ο πόλεμος, το υπουργείο έχει σπουδαιοτάτην αποστολήν, διότι έχει να αντιμετώπιση το πλήθος των αποστρατευμένων εργατών στους οποίους πρέπει να εξασφαλισθεί οπωσδήποτε εργασία. Τα προβλήματα τα όποια ορθούνται ενώπιον μας είναι πολλά και σοβαρά και μόνον με την άοκνη και επίμονη εργασία θα αντιμετωπισθούν...».
Σύμφωνα με το αρχείο του Αλέξανδρου Τσιγγούνη, τότε συνταγματάρχη και διοικητή του 34ου Συντάγματος Πεζικού της 8ης Μεραρχίας Πεζικού, ο Τσιγγούνης κατηγορήθηκε από τον Κατσιμήτρο ότι στις 21 Απριλίου 1941, εγκατέλειψε τη θέση του στην Κακκαβιά επειδή λιποψύχησε απέναντι στους Γερμανούς. Το 1942 ο Τσιγγούνης υπέβαλε μήνυση κατά του Κατσιμήτρου, ενώ ακολούθησε πειθαρχική δίωξη του Τσιγγούνη, όπως προκύπτειαπό το υλικό του αρχείου του και τελικά τιμωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1943 με 20ήμερη κράτηση εξ’ αιτίας απρεπών εκφράσεων που περιλάμβανε στην απολογία του για τον Κατσιμήτρο. Στο αρχείο του Τσιγγούνη που φυλάσσεται στο Ε.Λ.Ι.Α., στον υποφάκελο 1, υπάρχει η μήνυση κατά του Κατσιμήτρου, καθώς και αναφορές, αλληλογραφία με Υπουργείο Στρατιωτικών, αντίγραφα πολεμικών εκθέσεων του Τσιγγούνη και το σχέδιο της απολογίας του.
Σύλληψη από τον Ε.Λ.Α.Σ.
Συνελήφθη δύο φορές από άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ. στις 12 και στις 28 Δεκεμβρίου 1944, την πρώτη φορά μαζί με τον γιο του Γεώργιο, τότε μαθητή Γυμνασίου και μετέπειτα αξιωματικό του στρατού, στο σπίτι της οικογένειας στο Παγκράτι. Τους οδήγησαν στο Κατσιπόδι όπου ήταν η έδρα του «Καπετάν-Νέστορα», ψευδώνυμο του Σπύρου Κωτσάκη, διοικητού του Α' Σώματος του Ε.Λ.Α.Σ.
«..Πατέρα και γιο τους οδήγησαν σε έναν θάλαμο όπου στο βάθος ένας ανθυπολοχαγός με άλλους δύο-τρείς συζητούσαν για τις πρώτες ήμερες της κατοχής και ειδικότερα για τα μέτρα πού είχε πάρει υπέρ των στρατιωτών και των εργατών ο Κατσιμήτρος. Ο στρατηγός που άκουσε την συζήτηση πήρε θάρρος, πλησίασε και ρώτησε:
- Με αναγνωρίζετε ανθυπολοχαγέ, είμαι ο Κατσιμητρος περί του οποίου ομιλείτε !...
Ο ανθυπολοχαγός Σταμάτης, υπάλληλος της Αγροτικής Τραπέζης, έσπευσε και χαιρέτησε τον στρατηγό, ο όποιος τον ρώτησε αν θα κοιμηθούν εν ειρήνη...
- «Βεβαίως στρατηγέ, και μάλιστα στο ίδιο δωμάτιο», απάντησε ο Σταμάτης.
Μετά από δύο ήμερες ο στρατηγός και ο γιος του αφέθηκαν ελεύθεροι.
Αλλά και στην δεύτερη σύλληψη του ο Κατσιμητρος στάθηκε τυχερός. Μέσω Ηλιουπόλεως και Υμηττού τον μετέφεραν οι Ελασίτες στην Κηφισιά όπου τον αναγνώρισε παλιός στρατιώτης του στην 8η Μεραρχία.
Ο στρατιώτης είχε εκτιμήσει βαθύτατα την άδεια πού του είχε δώσει ό στρατηγός για να επισκεφθεί την επίτοκη σύζυγο του, την ώρα πού άλλοι αξιωματικοί, λόγω πολέμου του το είχαν αρνηθεί. Και σε ανταπόδοση της καλοσύνης εκείνης άφησε κρυφά ελεύθερο τον στρατηγό.
Αργότερα, όταν ο στρατιώτης αυτός είχε παραπεμφθεί σε δίκη, ο Κατσιμήτρος έσπευσε και κατέθεσε προς γενική κατάπληξη του δικαστηρίου ως μάρτυρας υπερασπίσεως, και τον αθώωσε..» [4].
Επαναφορά στο στράτευμα
Στις αρχές του 1945, ο τότε πρωθυπουργός στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, τον επανέφερε στην ενεργό υπηρεσία και του ζήτησε να μεταβεί στην Κέρκυρα, να συγκεντρώσει τις ανταρτικές δυνάμεις του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα και να αναδιοργανώσει την 8η Μεραρχία, όμως την επομένη τον κάλεσε και του ανακοίνωσε την ματαίωση της μεταβάσεως καθώς είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των κατηγορουμένων ως δοσιλόγων. Ο Κατσιμήτρος και άλλοι κατηγορούμενοι πρώην υπουργοί, στρατιωτικοί,μεταξύ τους οι Μπάκος, Μουτούσης, Δεμέστιχας, Ρουσόπουλος, Μάρκου, αλλά και ορισμένοι άλλοι από τους 27 κατηγορούμενους, παραπέμφθηκαν σε δίκη, μετά τις διαμαρτυρίες των μετέπειτα συγκατηγορουμένων τους.
Δικαστήριο δοσιλόγων
Η ειδική κατηγορία που τον βάρυνε αναφέρονταν στη στρατιωτική του δράση και καθόριζε ότι,
«....α) στρατιωτικοί όντες και δη στρατηγοί, διοικηταί σωμάτων στρατού και μεραρχιών παρά την εντολήν παρά του αρχηγού του στρατού εγκατέλιπον την θέσιν των ενώπιον του εχθρού,
β) τυγχάνοντες στρατηγοί και διοικηταί ενόπλου στρατεύματος εις ανοικτόν τόπον διεπραγματεύθησαν μετά του εχθρού την σύναψιν ανακωχής, συνθηκολογήσαντες μετ αυτού χωρίς προηγουμένως να πράξουν ό,τι το καθήκον και η στρατιωτική τιμή υπηγόρευε αυτοίς, εκ της τοιαύτης δε συνθηκολογήσεως κατέθεσεν τα όπλα το υπό την διοίκησιν αυτών στράτευμα...».
Απολογήθηκε στις 21 Απριλίου 1945 και σύμφωνα με όσα είπε στην απολογία του ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δοσιλόγων, μετά τα Δεκεμβριανά του προτάθηκε να αναλάβει την αναδιοργάνωση της 8ης Μεραρχίας κι ενώ ετοιμάζονταν να ταξιδέψει στην έδρα της Μεραρχίας, «...του ανεκοινώθη ότι η διαταγή ανεκλήθη διά λόγους πολιτικούς και ωδηγήθη τελικώς εις το εδώλιον με κουστωδίαν χωροφυλάκων ο ήρως του Καλπακίου ως προδότης», ενώ πρόσθεσε ότι η υπουργική του θητεία υπήρξε άψογη και ανιδιοτελής και ζήτησε από το δικαστήριο, «...να τον αποδώσει λευκόν εις την κοινωνίαν..». Επιχείρησε ακόμη, να διαχωρίσει τη θέση του για τη συνθηκολόγηση και πρόβαλλε την πολεμική δράση του στην Ήπειρο, ενώ υποστήριξε ότι έμαθε για την ανακωχή, ενώ βρισκόταν στο μέτωπο. Κλήθηκε στα Γιάννενα στις 29 προς 30 Απριλίου 1941 κι εκεί έμαθε ότι είχε οριστεί υπουργός Γεωργίας και ανέλαβε μετά από παρότρυνση του μητροπολίτη Σπυρίδωνα, που το 1944 του πρότεινε ν' αναλάβει υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.
Η απόφαση εκδόθηκε στις 31 Μαΐου 1945, λίγο μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, και μ' αυτήν καταδικάστηκε «..εις ειρκτήν..» κάθειρξη 5,5 ετών «διότι γενόμενος υπουργός συνέπραξεν μετά του πρωθυπουργού εις την εκτέλεσιν των αξιοποίνων πράξεων της συνεργασίας και διευκολύνσεως..» που παρείχε στις δυνάμεις Κατοχής και αποπέμφθηκε από το στράτευμα με παράλληλη έκπτωση από το βαθμό του αντιστράτηγου, παρά την πρόταση του στρατιωτικού επιτρόπου Νικολάου Παπαδάκη, συγγενούς του Νικολάου Ασκούτση, πρώην υπουργού και εκ των ηγετικών στελεχών του Ε.Α.Μ., που ζήτησε να του επιβληθούν ισόβια δεσμά και για την έκτιση της ποινής του οδηγήθηκε και κρατήθηκε στις φυλακές Ζελιώτη.
Αποκατάσταση
Στις 5 Οκτωβρίου 1949 με διάταγμα του Βασιλέως Παύλου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 15η Οκτωβρίου [5], του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής και αποφυλακίστηκε. Το 1953 αποκαταστάθηκε στο βαθμό του και προήχθη στο βαθμό του αντιστράτηγου. Παράλληλα τέθηκε σε αναδρομική αποστρατεία από το 1947, λόγω της συμπληρώσεως του ηλικιακού ορίου και του αποδόθηκαν όλα τα παράσημα του, από τον τότε πρωθυπουργό στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
Το τέλος του
Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του έως το 1962 σε οικία κοντά στην Πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα στη συνοικία της Κυψέλης στην Αθήνα, όπου έκανε την καθιερωμένη καθημερινή του βόλτα. Πέθανε μόνος και ξεχασμένος από φίλους και συμπολεμιστές. Σύμφωνα με τη Μεγάλη Στοά της Ελλάδος [6], είχε την ιδιότητα του Τέκτονα και ανήκε στη στοά «Φοίνιξ» της Αθήνας.
Διακρίσεις
Το ανώτατο στρατιωτικό συµβούλιο, που συνήλθε κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Στρατιωτικών µετά τα πρώτα πολεμικά γεγονότα, χαρακτηρίζει τη δράση του, «..Ο διοικητής της VIII µεραρχίας υποστράτηγος Κατσιµήτρος Χαράλαµπος επεδείξατο πάντοτε ασφαλείς προβλέψεις και επίκαιρον αναπροσαρµογήν των ελιγµών και ενεργειών των µονάδων του προς την διαρκώς εξελισσόµενη πραγµατικότητα. Ελιχθείς µε επιτυχίαν κατόρθωσε να περισώσει τη ν ηρωικήν και πολύπαθον Ήπειρον από πρόωρον και αδικαιολόγητον παράδοσιν εις τον εχθρόν γενόµενος ΑΞΙΟΣ της ΠΑΤΡΙ∆ΟΣ...». Ο Αλέξανδρος Παπάγος εις την ηµερήσια διαταγή της 20 Φεβρουαρίου 1941 γράφει, «...Ποιούµαι εύφηµον µνείαν εις τον διοικητήν της VIII µεραρχίας υποστράτηγον Κατσιµήτρον Χαράλαµπον, διότι οργάνωσε ταύτην και κατέστησεν δι’ ικανής και σθεναράς διοική σεως επί τοιούτον αξιόµαχον, ώστε κατά την έναρξιν της επιθέσεως του εχθρού η µεραρχία του αντιµετωπίσασα µόνη τον όγκον αυτού αντέστη πεισµόνως και ενεργητικώς και εκάλυψεν ούτω την επέµβασιν των κυρίων δυνάµεων...».
Η προτομή του κοσμεί την πλατεία της γενέτειράς του, όμως και η πόλη των Ιωαννίνων τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη της στις 21 Φεβρουαρίου 1961 και έδωσε το όνομά του σε μία από τις οδούς της και σε ένα στρατόπεδο στην περιοχή, ενώ έχει στηθεί ανδριάντας του στην Πλατεία Ηρώων, όπως επίσης στο Καλπάκι και στο Δήμο Παπάγου στην περιοχή της Αθήνας. Παράλληλα με ομόφωνη απόφαση του ανωτάτου στρατιωτικού συμβουλίου η 8η Μεραρχία Πεζικού μετονομάστηκε σε 8η Μεραρχία Πεζικού «Ηπείρου–Κατσιμήτρος». Σχετικό με τη ζωή και τη δράση του είναι το βιβλίο
«Χαράλαμπος Κατσιμήτρος-Πρόμαχος της Ηπείρου», που έγραψε καθηγητής Α. Τσουκανέλης.
Τον Ιούνιο του 2014 και αφού είχε προηγηθεί αλληλογραφία της Πανευρυτανικής Ενώσεως με τον δήμο Αθηναίων και μετά από πρόταση του Ευρυτάνα δημοσιογράφου Κώστα Θάνου, αποφασίστηκε [7] από το Κοινοτικό Συμβούλιο της 5ης Δημοτικής Κοινότητας του δήμου Αθηναίων η ονομασία «...του αδιεξόδου της οδού Πάρου στην Κυψέλη σε οδό «Στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου...».
Συγγραφικό έργο
Το 1954 εξέδωσε το βιβλίο
«Η Ήπειρος προμαχούσα- Η δράσις της VIII Μεραρχίας κατά τον πόλεμον 1940-41», το οποίο από το 1982 αποτελεί μέρος της επίσημης στρατιωτικής ιστορίας.
ΠΗΓΗ
Σας ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση του λήμματος μας για τον πολεμιστή στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, αλλά και για την αναφοράς σας στην Ελληνική metapedia.
ΑπάντησηΔιαγραφή