Ποτιστής, ο, ποσότητας νερού η οποία κρίνεται επαρκής για το πότισμα των κτημάτων. Αν τα κτήματα κάποιας περιοχής είναι πολλά και το νερό επαρκές, αυτό διακλαδίζεται σε περισσοτέρους ποτιστάδες. Γενικά τα της αρδευτικής εθιμολογικής νομολογίας συγκροτούν πλήρες άγραφο λαϊκό δίκαιο, που καθιερώθηκε με τη μακρότατη παράδοση και ισχύει αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
Στα χωρία υπήρχαν πολλές πηγές και αφθονία νερού. Με τα νερά αυτά οι κάτοικοι πότιζαν τα χωράφια τους. Έφραζαν το αυλάκι και οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι πότιζαν. Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος το αυλάκι για να ποτίσει και διαμαρτύρονταν ο άλλος που περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό. Έπρεπε λοιπόν να μπει μια τάξη. Για αυτό εβαζαν το ποτιστή που δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη σειρά διανομής του νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Στην αρχή τον πλήρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αργότερα όμως τον πλήρωνε η Κοινότητα. Κρατούσε μια τσάπα κι ανάλογα έφραζε το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι του κατοίκου που είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι κανένας δε διαμαρτυρόταν
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...