Το σκαφίδι ήταν
μια σκάφη συνηθισμένου μεγέθους, ξύλινη κι εχρησιμοποιείτο μόνο για το
ζύμωμα του ψωμιού. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων
της περιοχής ως και μετά τον πόλεμο του 40. Κι όταν μιλάμε για κάπως
πλουσιότερους οικογενειάρχες του χωριού εννοούμε εκείνους που είχαν το
καλαμποκίσιο ψωμί εξασφαλισμένο για όλη τη χρονιά. Για να ζυμωθεί το
καλαμποκίσιο ψωμί ήταν απαραίτητο το σκαφίδι γιατί δεν πρόκειται ακριβώς
για ζύμωμα καλύτερα να λέμε για ανακάτωμα.
Έβαζαν το
αλεύρι στη μέση του σκαφιδιού, σαν κάθετο τείχος κι από τη μια πλευρά
του έριχναν το ανάλογο αλάτι και το προζύμι κι από την άλλη το ζεματιστό
νερό. Με μια μεγάλη ξύλινη χουλιάρα (κουτάλα) έσπρωχναν λίγο-λίγο το
αλεύρι προς το νερό και το ανακάτωναν για να μουσκέψει και να ποτίσει
καλά με το ζεματισμένο νερό αλλιώς θα μύριζε καλαμποκίλα. Έπρεπε να το
πετύχουν σε κατάλληλη ρευστότητα για να γίνει καλό το ψωμί. Εκεί στην
άκρη του σκαφιδιού το άφηναν ώσπου να γίνει η ζύμωση κι ύστερα το
μετέφεραν στο ταψί για να το ψήσουν σε λίγο.
Ζύμωναν κι ένα
άλλο είδος καλαμποκίσιου ψωμιού, την κουλούρα. Αυτή γινόταν χωρίς
προζύμι, ήταν άζυμο ψωμί, που το ζύμωναν ξερό όσο μπορούσαν και το
φούρνιζαν αμέσως. Όταν ψηνόταν κι έβγαινε ζεστή τρωγόταν θαυμάσια με
ελιές ή τυρί, ενώ κρύα ήταν καλή τριμμένη σε ζεστό γάλα. Την άλλη μέρα
δεν τρωγόταν καθόλου, έμοιαζε σαν ασβέστης.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...