Ιδιωματικές λέξεις που χρησιμοποιούμε στον Κλειτσό
Αγανός= λεπτός, αραιός, Αη-Δημήτρης= ο μήνας Οκτώβριος, αλποτινάζομαι= τινάζομαι ξαφνικά, Αλωνάρης= ο μήνας Ιούλιος, αμποριά= είσοδος, πέρασμα ανάμεσα σε φράχτη, ανεμένω= απομένω, Αη Ντριάς= (Αγ. Ανδρέας) ο μήνας Νοέμβριος, απάγκειο= υπήνεμο, απιστομιέμαι= πέφτω, απ' κατούλια= λίγο πιο κάτω, αποκοντριάζομαι= απογοητεύομαι, τα χάνω, αραήλιασμα= ζάλη από τον ήλιο, ηλίαση, αποσταίνω= κουράζομαι (μετοχή: αποσταμένος), αστοχάω= λησμονώ, ξεχνώ, αστραπόβολο= κεραυνός, άτυχα (-νιώθω)= λιποψυχιά, λιποψυχώ. Βαΐζω= γέρνω, βαμπακέλα= τσιμπέρι, μαντήλι κεφαλιού, βάντα= κλαδί δέντρου, βοδώνω= προλαβαίνω, βουλήθηκε (αόρ.)= σκέφθηκε, αποφάσισε, βύσαλο= πέτρινο κάλυμμα τσουκαλιού. Γεύομαι= υποφέρω, παιδεύομαι, γκαϊδός= αλλήθωρος, γκανιάζω= κλαίω γοερά, διαμαρτύρομαι έντονα, γκώνομαι= χορταίνω. Διάτα= συμβουλή, προτροπή, δοκιέμαι= αντιλαμβάνομαι, βλέπω. Ζάρκος= γυμνός, ζοριό= το σημείο αποχέτευσης των νερών του μύλου, ζέχνω= βρωμάω. Ειδίσματα= είδη, αποσκευές, είδωλο= παράλλαμα, ομοίωμα ανθρώπου (ύστερα από εξαντλητική αρρώστια). Θαμαίνομαι= θαυμάζω, παραξενεύομαι, θεριστής= ο μήνας Ιούνιος. Ιλάρι= βαρύ, πολύ φαγητό, (ρήμα: ιλαρώνω). Καθάρσιο= καθαρτικό, κάνε (επιρ.) = τουλάχιστο, καταχόβι= περίοδος, χρονική φορά, κεράνη= ο χώρος του σπιτιού μεταξύ ταβανιού και στέγης , κλαβανή ή γλαβανή= άνοιγμα του πατώματος προς τα κάτω, κλειτσίκια= τα άκρα του σώματος, κονάκι= βλάχικη καλύβα, κορομούζι= ο κωνικός καρπός του καλαμποκιού, κοτρίδι= άγουρο φρούτο, κρένω= μιλώ (στον αόριστο: έκρινα), κυτάρι= ο πλακούντας που περιβάλλει τα έμβρυα, (αλλιώς: ύστερο), κωλοτούμπα= στροφή, τούμπα στον αέρα. Λαγκιόλι= η δίπλα του φουστανιού, της φουστανέλας, Λαμπρόημερα= η εβδομάδα της Λαμπρής (Διακαινησίμου), λάνταβος= αδέξιος, χαζός, λεσιά= πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, πρόχειρο φορείο, λιθοπάτι= μόλυνση και διαπύηση του πέλματος του ποδιού, λούγκα= απόστημα. Μανιά= η γιαγιά, μαργώνω= κρυώνω, μάσια= τσιμπίδα του τζακιού, μέσκλα= ζέσκισμα, (ρ. μεσκλίζομαι), μέχομαι= επιθυμώ έντονα, μουντός= σκούρος, σκοτεινός, μούσγα= μούσκεμα, πολύ βρεγμένος, μπαΐρι= ακαλλιέργητη γη, μπάκαι= μπας και, μήπως, μπόλια= μαντήλι κεφαλιού, μπουκουβάλα= πρόχειρο φαγητό από ψωμί και τυρί ανακατεμένα. Νεροτριβιά= μαντάνι, (δηλαδή εργαστήρι κατεργασίας μάλλινων υφαντών σε κάδο με νερό), ντιριέμαι= συγκρατούμαι, διστάζω, ντορός= ίχνος, πατημασιά. Ξάι= αλεστικό δικαίωμα σε είδος, ξεσάρκωτος= γυμνός, ξεστρεμματίζω= σκάβω βαθιά τη γη, το χωράφι, ξοίκι= έλλειμμα, ζημιά, ξοίκικος= λιποβαρής. Οβολιός= λιθοσωρός μέσα ή στην άκρη χωραφιού, οϊδίζω= μοιάζω, ουξιά (στη φράση: δεν έχω ουζιά) = δεν έχω εξουσία, δυνατότητα, ότοπο= επί τόπου. Παγανά= καλικάτζαροι, παλαμοδέρνω= πληγώνομαι στα πέλματα των ποδιών, καταπονούμαι, παπάρα= πρόχειρο φαγητό με ψωμί μουσκεμένο σε ζεστό νερό και λάδι, παραθύρα= μικρό ντουλάπι στον τοίχο, παρασταίνω= φέρνω την αγελάδα στον ταύρο για οχεία (βάτεμα), παραστιά= η εστία του τζακιού, παράωρα= περασμένη ώρα, αργά, παρμάρα= ασθένεια των αιγοπροβάτων με παράλυση των ποδιών, πατωσιά= το κάτω μέρος ή κάτω πεζούλι χωραφιού, Πέφτη= η Πέμπτη, πεδικλώνω= δένω τα πόδια (παράγωγα: πεδίκλι, πεδίκλωμα), πιδολόγα= πανί συμπιεσμένο, πλαντάζω= ξαφνιάζομαι, συγκλονίζομαι, πλαστήρι= ξύλινο εργαλείο της κουζίνας (παράγωγο : πλάστης = που πλάθονται, ανοίγονται τα φύλλα για πίτα), πλάνο= δόλωμα, πορεύω= περνώ, διάγω, πιστρώνομαι ή απιστρώνομαι= κάθομαι, προβέντα= το ψωμί, η στολισμένη κουλούρα του γάμου, προσάναμμα= φρύγανο εύφλεκτο για άναμμα φωτιάς. Ρεκάζω= φωνάζω τρομαγμένος, κραυγάζω, ρέβω= λιώνω, σαπίζω, ρίγλα= ολόγιομος, ρόι= επιτραπέζιο δοχείο λαδιού (ο καμψάκης των αρχαίων). Σαγάνι= χαλκωματένιο πιάτο, σάτσι= η γάστρα που ψήνουν το ψωμί, την πίτα κλπ., σάψαλο= ερείπιο (ρήμα: σαψαλιάζω), σβόιρας= δραστήριος, ανήσυχος, σέα= αποσκευές, σιά (πρόθεση)= προς, σημείο= ο σακάτης, σιαπανίσιος= βουνίσιος, σόμπολο= μικρή πέτρα, σπαλέτο= μάλλινη εσάρπα, σπολλάκι= σπολλάτη, εις πολλά έτη, σπούρνη= ανθρακιά, σταφνίζω= (από το στάφνος: ζυγός) απορυθμίζω (και σύνθετο ρ. ξεσταφνίζω), στούμπος= πέτρα (ρ. στουμπάω: τρίβω), στρέει= στέργει, πέφτει η κατάρα, συμπάω (εννοεί τη φωτιά) = ανασκαλεύω, ανακατεύω, συμπράγκαλα= αποσκευές, σύφερο= σκεύος. Τάλαρος= βαρέλι ανοιχτό στο ένα μέρος, ταρναρίζω= κουνάω, τελεύομαι= κουράζομαι, εξαντλούμαι, τέμπλα= λεπτό μακρύ δοκάρι, Τετράδη= η Τετάρτη, τζαμάρα= είδος φλογέρας, σάλπιγγα, Τρυγητής= ο μήνας Σεπτέμβριος, τσάκνο= μικρό ξυλαράκι, τσαμπαρχάλι= προεξοχή, άγκιστρο που χρησιμοποιείται για κρεμάστρα, τσίτσα= ζύλινο δοχείο κρασιού, Φλούσι= το φύλλο που περιβάλλει τον κώνο (κορομούζι) του καλαμποκιού. Χαλεύω= ζητώ, ψάχνω, χαλές= αποχωρητήριο, χαμχούγιας= ηλίθιος, χαζός, χεράμι= είδος κουβέρτας υφαντής στον αργαλειό, χλίβομαι= παιδεύομαι, θλίβομαι (παράγωγα: χλιμμένος, χλιβερός, χλιμάρα), χολογιέμαι= στενοχωριέμαι, χτίρι= κατεδαφισμένο σπίτι, οικόπεδο, χρίνα (από το χρίω)= χρωματισμένος, λερωμένος. Ψάνη= χλωρός σπόρος του σιταριού.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...