Home » , » ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΤΣΟ

ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΤΣΟ


Τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε στον Κλειτσό

Αγιάν= κοτζαμπάσης, άιτε ή άντε= εμπρός, αλάνα= ξέφωτο, αλατζάς= ύφασμα πολύχρωμο, άλικος= κόκκινος, αμανάτι= ενέχυρο, αμάν= ωχ, αμπάρι= κιβώτιο, αποθήκη, ανεφακάς= διατροφή, αντέτι= συνήθεια, αντερί= μακρύς ανατολίτικος χιτώνας, απτάλης= αφελής, αραλίκι= χάσμα, αρναούτης= αρβανίτης, ασίκης= παλικάρι, ασλάνι= λιοντάρι, αστάρι= φόδρα, αχμάκης= κοντός, ηλίθιος, αχούρι= στάβλος, ατζιάκ= μόλις, ακριβώς, ατζαμής= αρχάριος, αδέξιος. Βακούφι, βακούφικο= εκκλησιαστικό αφιέρωμα, βαργεστάω (-ίζω)= απογοητεύομαι, βελής= συγγενής, κηδεμόνας, βερεσές= πίστωση, βεζενές= ζυγαριά. Γαϊτάνι= ταινία, γελέκι= επενδύτης, γιαούρτι= οξύγαλα, γιαπί= οικοδομή, γινάτι= θυμός, πείσμα, γιολδάσης= συνοδοιπόρος, γιούκος= στοίβα ρούχων, γιουρούσι= έφοδος, γιούρτι= χωράφι, γιούχα= χλευασμός, γκαλντερίμι= λιθόστρωτο, γκεσέμι= πρωτοπόρος, γκιζεράω= περιδιαβάζω, γκιουβέτσι= φαγητό σε πήλινο σκεύος, γλέντι= διασκέδαση, γρουσούζης= δυσοίωνος. Διαγουμίζω= λεηλατώ, δράμι= το 1/400 της οκάς ή 3,2 γραμμάρια, Εμ= και, εσνάφ, συνάφι= συντεχνία. Ζαγάρι= κυνηγόσκυλο, ζαερές= υλικό, εφόδιο, ζαΐνι= ιδιόχτητο κτήμα, ζαμάνι= καιρός, χρόνος, ζάφτι ή ζάπι= υπόταξη, υποταγή, ζεγκί= αναβολέας, ζεμπίλι= πλεχτό σακούλι, ζόρι= βία, ζορμπάς= αντάρτης, ζουλάπι= αγρίμι, ζουρνάς= αυλός. Ιλάτσι= γιατρικό. Καβγάς= φιλονικία, καβούκι= κέλυφος, καβρουμάς= διατηρημένο βραστό κρέας, καζάνι= λέβητας, καζάντι= κέρδος, καζίκι= παλούκι, καϊμάκι= ανθόγαλα, καϊρέτι= κουράγιο, καλαϊτζής= γανωτής, καλαμπόκι= αραβόσιτος, καλέμι= σμίλη, κοπίδι, καλούπι= σχήμα, τύπος, καλπάκι= καπέλο, φέσι - κάλπικος - κίβδηλος, καλπουζάνης= παραχαράκτης, κάλφας= πρωτοτεχνίτης μαθητευόμενος, καμουτσίκι= μαστίγιο, καντάρι= στατέρι, στατήρας (44 οκάδες), καπάκι= κάλυμμα, συνθήκη, υποτέλεια, διαγραφή παλιών διαφορών, καπαμάς= φαγητό από κρέας με λάχανα, καπλαμάς= επικάλυμμα, καραβάνι= συνοδεία, καραβάνα= δοχείο φαγητού, καράς= μαύρος, καραούλι= παρατηρητήριο, καρπούζι= υδροπέπονο, καρσί= απέναντι, κασαμπάς= κεφαλοχώρι, κωμόπολη, κατιμάς= κρέας δεύτερης ποιότητας, κατσίκα= γίδα, καφάσι= δικτυωτό, κιγκλίδωμα, κελεπούρι= εύρημα, κεμέρι= ζώνη με θήκη για χρήματα, χρηματοσακούλα, κεντέρι= θλίψη, λύπη, κεσάτι= απραξία εμπορική, κιντέρι= παράπονο,  κιλίμι= ψιλό χαλί, κιμάς= λιανισμένο κρέας, κιόσκι= περίπτερο, κιοτής= δειλός, κιτάπι= βιβλίο, κολάι= ευκολία, κουμάσι= ύφασμα, ρετάλι, κόλι= τοπική διοίκηση, κολτσής= τμηματάρχης αρματολικιού, αρματολός, κονάκι= κατάλυμα, σπίτι, κότσαλο= κοτσάνι καλαμποκιού, κουμπές= τρούλος, θόλος, κοτσάνα= ψέμα, κουλές= πύργος (κούλια), κουρκούτι= χυλός, κουσεύω= περιφέρομαι, τρέχω, κουσούρι= ελάττωμα, κουτουράδα= αποκοπή, κουτσόβλαχος= ο καταγόμενος από την κουτσή (μικρή) Βλαχία. Μαγκιώρος= ταγματάρχης, μαγκούφης= έρημος, χωρίς οικογένεια,  μαντζούνι= δυναμωτικό φάρμακο, μαξούλι= σοδειά, συγκομιδή, μασάλι= μύθος, μασγάλι= πολεμίστρα, μελέτι= έθνος, μπακάλης= παντοπώλης, μπερεκέτι= καλό εισόδημα, ευφορία, μπιτίζω= τελειώνω, μπόι= ανάστημα, μ(π)ουτλάκ= επίμονα, μποστάνι= περιβόλι, λαχανόκηπος, μπρίκι= βραστήρας καφέ, Νε...νε= ούτε, μήτε, νταής= παλικαράς, νταλκάς= μεράκι, πόθος, νταγιαντάω= στηρίζω,  ντελής= τρελός, ντέρτι= καημός, μεράκι, ντερλίκι (ρήμα: ντερλικώνω)= κακό φαγητό, ντιπ= καθόλου, ντουλάπι, -α= ερμάριο, ιματιοθήκη, ντουβάρι= τοίχος, ντουμάνι= πυκνός. Οντάς= δωμάτιο υποδοχής, ρεέμι= όμηρος, ρεζίλι (ρήμα: ρεζιλεύω)= ντροπή, σαΐνι= γεράκι, σαμαντάς= θόρυβος, σαστίζω= απογοητεύομαι, χάνω την ψυχραιμία, σεβντάς= επιθυμία, καημός, σεκλέτι= στενοχώρια, σεφέρι= εκστρατεία, σεφτές= έναρξη πώλησης, σοβάς= επίχρισμα, σόι= γενιά, καταγωγή. Ταΐνι (ρήμα: ταΐζω)= τροφή, ταϊφάς= στρατιωτικό σώμα, τέλι= ψιλό σύρμα, χορδή, ταβάνι= οροφή, τεμπέλης= οκνηρός, τουλούμι= ασκί, τομάρι για τυρί, τροβάς= σακκίδιο, τσαμπούνα= καραμούζα, άσκαυλος, τσανάκι= πιάτο, (υβριστικά: κάθαρμα), τσαντήρι= σκηνή, τέντα, τσαρούχι= υπόδημα από ακατέργαστο δέρμα, το παπούτσι των ευζώνων, τσατμάς= τοίχος με ξύλινο σκελετό και λάσπη ή ασβέστη, τσατσάρα= χτένα, τσέπη= θυλάκιο, τσιγκούνης= φιλάργυρος, τσιγκέλι= σιδερένιο άγκιστρο, για το κρέμασμα κρέατος, τσίγκος= ψευδάργυρος, φύλλο ψευδαργύρου, τσιλίκι= ατσάλι, χάλυβας, τσιράκι= μαθητευόμενος, υποτακτικός, τσιφλίκι= μεγάλο ιδιόκτητο αγρόκτημα, τσόλι= κουβέρτα από γίδινο μαλλί, τσολιάς= εύζωνος, βουνίσιος στρατιώτης, τσοπάνης= βοσκός, τσουβάλι= σάκος, τσουλούφι= θύσανος τριχών του κεφαλιού, τσουράπι= κάλτσα, τσόχα= χοντρό ύφασμα. Φουρλίγκα= χορευτική στροφή. Χαβαλές= οχληρό βάρος, χαβάνι= γουδί, χαβάς= αέρας, κλίμα, χαζός= βλάκας, χαϊβάνι= ζώο, άνθρωπος αφελής, καθυστερημένος, χάλι= άθλια κατάσταση, χαντζάρι= ζίφος, μαχαίρι, χαΐρ= ευεργεσία (παραγωγα: χαϊρλής, χαϊρλίδικος), χαραμίζω= ζοδεύω άσκοπα, χαρμάνι= μίγμα, χασάπης= κρεοπώλης, χασνάς= ταμείο, εναποθήκευση, υδρομάστευση, χουβαρδάς= ανοιχτοχέρης, αυτός που ξοδεύει χωρίς φειδώ, χούι= συνήθεια.

μοιραστείτε αυτή την ανάρτηση :

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...

 
ΚΛΕΙΤΣΟΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ: ΚΟΡΙΤΣΑ | ΜΑΥΡΟΛΟΓΓΟΣ | ΜΕΣΟΧΩΡΙ | ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Πνευματικά δικαιώματα © 2013. ΚΛΕΙΤΣΟΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ - www.aepi.gr
ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ DIGIT COMPANY εκδόσεις digit
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ :greek-sites.gr