Home » » Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΤΣΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΤΣΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μελισσοκομία
Γράφει ο Αλέκος Χουλιαράς

 Το χωριό του Ευρυτάνα ήταν ένα σύνολο νοικοκυριών σε τόπο προσήλιο, απάνεμο, και πανοραμικό, εύφορο κι όμορφο. Μικρογραφία της κοινωνίας του ήταν η κοινωνία των μελισσιών του στο μελισσομάντρι. To μελισσομάντρι ήταν τόπος εύυδρος, σύδενδρος και προσήλιος, που ο μελισσοκόμος εγκαθιστούσε τα κρινιά.


Το νοικοκυριό ήταν η κυψέλη της ευρυτανικής κοινωνίας. Ήταν ένα μελίσσι βουερό κι αυστηρά οργανωμένο εργατικό και προκομμένο. Ο νοικοκύρης, που τρυγούσε κι αυτός σαν τη μέλισσα από τη φύση τ' αγαθά του ήταν ένας καλός μελισσοκόμος.
Το μέλι ήταν το υποκατάστατο της σχεδόν άγνωστης ζάχαρης στα ευρυτανικά βουνά, ήταν φάρμακο και μια γλυκιά νότα στην πικρή ζωή του βουνίσιου. Μαζί με το κερί ήταν το πιο περιζήτητο εμπόρευμα από τα προϊόντα του. Η μελισσοκομία του προσπόριζε λίγα χρήματα, που ήταν πολύ δυσεύρετα εκείνο τον καιρό.
Επίσης ο Ευρυτάνας δίνοντας τον αγώνα της επιβίωσης αξιοποιούσε τα πάντα. Ήταν μαχητής, δουλευτής και κυνηγός της πανίδας και της χλωρίδας, της ζωής και της αγάπης. Ήταν δεινός κυνηγός των μελιρρύτων θησαυρών των αγριομελισσιών.
Τότε που το οικοσύστημα ήταν στα ζύγια του υπήρχαν και πολλά άγρια μελίσσια. Οι επιτήδειοι μελισσοκυνηγοί τ' ανακάλυπταν σε κουφάλες δέντρων και σε σπηλιές απάτητων βράχων, που πολλά απ' αυτά ο κόσμος τάλεγε στοιχειωμένα, γιατί πολλοί θαρραλέοι μελισσοκυνηγοί πλήρωσαν με τη ζωή τους την αποκοτιά να τρυγήσουν τέτοιους γλυκούς θησαυρούς.
Ο μελισσοκυνηγός έβλεπε σ' ένα τρεχούμενο νερό μέλισσες να πηγαινοέρχονται και να πίνουν, να ποτίζουν, όπως έλεγαν. Εξακρίβωναν την αράδιαση, το μέρος δηλαδή, που κατευθύνονταν οι μέλισσες, για να πάνε στο μελίσσι τους. Με το αετίσιο τους μάτι και την εμπειρία τους εντόπιζαν και σταύρωναν τον έλατο που βρισκόταν το μελίσσι κι έτσι το ιδιοποιούνταν και το φθινόπωρο πήγαιναν και το τρυγούσαν.
Λένε πως το άγριο μέλι είναι το καλύτερο, γιατί γίνεται από διαλεχτά λουλούδια, το σίγουρο όμως είναι πως δεν είναι προϊόν εργασίας του μελισσοκόμου, είναι κυνήγι και σαν τέτοιο είναι όντως το καλύτερο.
1. Παραδοσιακή μελισσοκομία.
Ο άνθρωπος από την αυγή ακόμα της πολιτισμένης του πορείας είδε ότι δεν του έφτανε το φυσικό μέλι των αγριομελισσιών, γι αυτό και από πολύ νωρίς, μιμούμενος τη φύση, ασχολήθηκε με την μελισσοκομία. Η εγχώρια παραδοσιακή μελισσοκομία ήταν αντιγραφή της άγριας, φυσικής "μελισσοκομίας". Το εγχώριο μελίσσι που εξέτρεφε ο μελισσοκόμος και το άγριο που θήρευε ο μελισσοκυνηγός διέφεραν στο ότι, το μεν πρώτο το εγκαθιστούσε ο άνθρωπος στο κρινί και το δε δεύτερο εγκαθίσταται μόνο του σε κουφάλες δέντρων και σπηλιές βράχων.
Τα είδη μελισσιών ήταν: α) μανάδες (μελίσσια του προηγούμενου χρόνου) β) πρωτογόνια ή μιγδάλια (τα πρώτα γονίδια των μανάδων) γ) δευτερογόνια (για πολύ καλές μανάδες) και ε) πρωτογόνια των πρωτογονιών (σπανίως)
1.1. Εγχώριο μελίσσι.
Το μελίσσι ήταν σαν ένα σπίτι. Αποτελούταν από τα θέμελα (την βάση), τον σκελετό (το κρινί), και την σκεπή (το σκέπαστρο). Στην Ευρυτανία το καθιερωμένο υλικό κατασκευής των κρινιών ήταν το ξύλο.


α. κρινί ή κουβέλι ή κυβέρτι ( σλαβ. krina ή kublu ). Το κρινί μπορεί να γίνει πλεχτό σαν κοφίνι, αλειμμένο απ΄ έξω με γελαδοσβουνιά. Ο ορεινός μελισσοκόμος όμως σπάνια το χρησιμοποιούσε. Πήλινο κρινί, όπως σε άλλα μέρη, ποτέ δεν χρησιμοποιούσε. Το ευρυτανικό κρινί ήταν ξύλινο. Στη μέση είχε δύο ξυλάκια περαστά, τον σταυρό, για να συγκρατούνται οι κερήθρες και ένα οδοντωτό κόψιμο στο κάτω μέρος, που ήταν οι πόρτες του μελισσιού. Στηριζόταν σε μια πέτρινη βάση και έφερε σκέπαστρο.
Υπήρχαν δύο ειδών ξύλινα κρινιά:
i. "τύπου κουρέτσας" Ήταν κούφιος κορμός από κάποιο γέρικο κρανοέλατο, δηλ. από προσήλιο και άγονο μέρος, τον οποίον καθάριζαν με ένα ειδικό εργαλείο, το σγούβι ή γουβιά.
ii. σανιδένιο κιβώτιο. Συνήθως το κατασκεύαζε ο ίδιος ο μελισσοκόμος, μερικές όμως φορές ήταν και κατασκευή του μαραγκού. Θεωρούταν υποδεέστερο σε σχέση με το κρινί τύπου κουρέτσας.
β. βάση. Ήταν μια μεγάλη πλάκα η οποία βρισκόταν μόνιμα στο μελισσομάντρι.
γ. σκέπαστρο. Για καλύτερη στεγανότητα στην σανιδένια οροφή του κρινιού, πρόσθεταν μια μεγάλη φλούδα από έναν γεροέλατο. Πολλά μεγάλα έλατα, είχαν πληγές στη βάση τους, από αυτές τις επιθέσεις των μελισσοκόμων.
1.2. Εξαγωγή κηρόμελου.
Στο εγχώριο μελίσσι ο μελισσοκόμος ούτε έλεγχε ούτε και παρενέβαινε στa εσωτερικά του. Την μόνη παρέμβαση που έκανε ήταν στις αρχές Οκτώβρη, όταν ήθελε να πάρει το μέλι του. Τότε σκότωνε τις μέλισσες και κατέστρεφε ολοκληρωτικά το "νοικοκυριό" τους. Το προϊόν αυτής της "λεηλασίας" ήταν το κηρόμελο, δηλ. κερήθρες και μέλι μαζί και η όλη εργασία λεγόταν τρύγημα του μελισσιού. Παρεπιμπτόντως, αρχές Ιουλίου, κούρευε το μελίσσι, αφαιρούσε δηλ. κάποιες κερήθρες από την κορυφή του κρινιού, απλώς για να δοκιμάσει λίγο μέλι.
α. θειαφοκέρι. Ήταν ένα κερί, που γινόταν βουτώντας ένα κουρέλι σε λιωμένο θειάφι. Στην μελισσοκομία το χρησιμοποιούσαν για να καπνίσουν μ' αυτό το κρινί ώσπου να ψοφήσουν οι μέλισσες και να μπορούν στη συνέχεια να το τρυγούν ανενόχλητοι. Επίσης το χρησιμοποιούσαν σε ειδικές περιπτώσεις και σαν πρόχειρο φωτιστικό μέσο.
β. μελισσομάχαιρο ή σμηνομάχαιρο ή κηροκόπο. Ήταν ένα μακρύ μαχαίρι ικανό να φτάνει μέχρι το σταυρό του κρινιού με το οποίο έκοβαν τις κηρήθρες.
1.3. Εξαγωγή μελιού.
Το μέλι λαμβανόταν με στράγγισμα ή στύψιμο του κηρόμελου. Στην πρώτη περίπτωση έβγαινε το σταχτό μέλι και στη δεύτερη το στιφτό.
α. κηροσκάφη. Ήταν μια μεγάλη σκάφη ειδική για την μελισσοκομία. Κάθε σοβαρό νοικοκυριό είχε τουλάχιστον τέσσαρες σκάφες. Μια για μπουγάδα, μια για ζύμωμα, μια για το βάψιμο των γαλάζιων και μια για το μέλι και το κηρί.
β. κηροτσάντιλα. Έμοιαζε με την μάλλινη τυροτσάντιλα. ΄Αντί για το σταλποτύρι (το πηγμένο γάλα) έβαζαν μέσα το κηρόμελο και την κρεμούσαν πάνω από την κεροσκάφη. Εκεί σιγά-σιγά έσταζε το μέλι και έτσι έπαιρναν το σταχτό μέλι.
γ. τσαντηλοσάκουλο. Αν ήθελαν στιφτό μέλι, έβαζαν το κηρόμελο μέσα σ΄ ένα μάλλινο σακί, ίδιας ύφανσης με την κηροτσάντηλα. Εκεί έστυβαν το κερόμελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα λίγο καυτό νερό και το μέλι πεταγόταν έξω από το τσαντηλοσάκουλο.
δ. πλαστήρι-κηρόξυλο. Έβαζαν το πλαστήρι λοξά μέσα στην κηροσκάφη, απίθωναν πάνω του το γεμάτο με κηρόμελο τσαντηλοσάκουλο και με ένα ξύλο, σαν τσαποστύλι (στειλιάρι τσαπιού) το συνέθλιβαν. Έτσι πεταγόταν έξω το μέλι και έμεινε μέσα το κερί. Αυτή ήταν η χρησιμοποιούμενη μέθοδος για μικρές ποσότητες, που ήταν και η πιο συνηθισμένη.
δ. μελοστίφτης. Ήταν ειδικό εργαλείο με το οποίο πολλαπλασιαζόταν η φυσική μυϊκή δύναμη συμπίεσης του κηρόμελου (αξιοποιώντας τις ιδιότητες των μοχλών). Μεταξύ του σημείου εφαρμογής της δύναμης και του υπομοχλίου έμπαινε το τσαντηλοσάκκουλο, το οποίο δεχόταν πολλαπλάσια δύναμη από αυτήν που εφάρμοζε ο μελισσοκόμος. Τον ίδιο πρωτόγονο στίφτη τον χρησιμοποιούσαν και για "ταλιάγρισμα" (συμπίεση) των στέμφυλων όταν δεν ήθελαν να τα βγάλουν τσίπουρο.
1.4. Εξαγωγή κεριού.
Μετά το στύψιμο του κηρόμελου και την εξαγωγή του μελιού μέσα στο σακί έμεναν οι κηρήθρες. Τοποθετώντας και πάλι το, γεμάτο κηρήθρες, τσαντηλοσάκουλο στο πλαστήρι το έστυβαν ξανά με το κηρόξυλο, αφού πρώτα του έριχναν άφθονο καυτό νερό. Το κερί έλιωνε και συμπιεζόμενο πετιόταν έξω από το τσαντηλοσάκουλο και επέπλεε σαν λάδι μέσα στο νερό που περιείχε η κηρόσκαφη. Όταν κρύωνε και έπηζε, υπό μορφήν πέτσας στην επιφάνεια, το συνέλεγαν, το έβαζαν σ΄ ένα καζάνι και το ξανάλιωναν. Το καθαρό πλέον λιωμένο κερί το έχυναν σε διάφορα τσουκαλοπίνακα, όπου εκεί σταθεροποιούταν και έπαιρνε την φόρμα του, που ήταν και η εμπορική συσκευασία του.


(Τα παραπάνω αναφερόμενα αντικείμενα υπάρχουν στην λαογραφική συλλογή του γράφοντος)



μοιραστείτε αυτή την ανάρτηση :

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ...

 
ΚΛΕΙΤΣΟΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ: ΚΟΡΙΤΣΑ | ΜΑΥΡΟΛΟΓΓΟΣ | ΜΕΣΟΧΩΡΙ | ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Πνευματικά δικαιώματα © 2013. ΚΛΕΙΤΣΟΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ - www.aepi.gr
ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ DIGIT COMPANY εκδόσεις digit
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ :greek-sites.gr